- εφέδρα
- (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς, κυλινδρικούς, πράσινους βλαστούς, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της φωτοσύνθεσης, επειδή τα φύλλα τους είναι υποτυπώδη (πεπηρωμένα). Ο καρπός τους είναι σκληρός με μεμβρανώδες πτερύγιο ή σαρκώδης, ραγόμορφος ή δρυπόμορφος. Στην Ελλάδα συναντώνται αυτοφυή 2 είδη, γνωστά ως πολυκόμπι. Είναι η ε. η καμπυλόπους και η ε. η υψηλή. Το πρώτο απαντά σε όλη την Ελλάδα, από τις αμμώδεις ή βραχώδεις παραλίες έως την ορεινή ζώνη. Σχηματίζει θαμνώδεις τούφες, με βλαστούς μήκους έως 4 μ., αρθρωτούς, εύθραυστους, πρασινογλαυκούς, λεπτούς, σπονδυλωτούς, με κοντά φύλλα, λεπιδοειδή, αντίθετα, φυτρωμένα ανά δύο γύρω από κάθε γόνατο. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη φέρονται από διαφορετικά φυτά, δηλαδή είναι δίοικο φυτό. Τα θηλυκά άνθη δίνουν έναν ραγόμορφο, έντονα κόκκινο καρπό, με 1-2 σπέρματα. Το φυτό είναι χρήσιμο για την περιεκτικότητά του σε εφεδρίνη, ένα αλκαλοειδές παρόμοιο ως προς την ενέργεια με την αδρεναλίνη, αλλά βραδύτερης ενέργειας και μεγαλύτερης διάρκειας. Ενεργεί ως τονωτικό του συμπαθητικού, ως αντιισταμινικό, κατά της συμφόρησης, ως γενικό αγγειοσυσταλτικό. Η ε. η υψηλή συναντάται σε θαμνότοπους της ορεινής και υποαλπικής ζώνης των βουνών όλης της Ελλάδας.
Από την εφέδρα εξάγεται ένα αλκαλοειδές, η εφεδρίνη, που χρησιμοποιείται στην ιατρική σε καρδιακές ανωμαλίες.
* * *η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) [εφέζομαι]νεοελλ.γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος τής οικογένειας εφεδρίδες και τής τάξης εφεδρώδηαρχ.1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους4. βάση, υποστήριγμα5. (για άλογα) στάβλος6. η επιφάνεια τού κατωφλιού7. βοτ. το φυτό ίππουρις.
Dictionary of Greek. 2013.